Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποίμναι — ποίμνᾱͅ , ποίμνη flock fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιλεύω — (Α) [κτίλος] ημερώνω, δαμάζω («ποῑμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε», Πίνδ.) … Dictionary of Greek